χαλαβρώνω

χαλαβρώνω
1. μεταβάλλω κάτι σε χαλάβρα.
2. γίνομαι χαλάβρα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • χαλαβρώνω — Ν 1. (μτβ.) μετατρέπω κάτι σε ερείπιο 2. (αμτβ.) γίνομαι ερείπιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χάλαβρο / χαλάβρα (πρβλ. και χαρβαλώνω)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”